- υποπάτριος
- ὁ, ΜΑγιος που ακόμη είναι υπό την κηδεμονία τού πατέρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πάτριος «πατρικός» (< πατήρ, πατρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek